Ευλογήσαντος
του Ιερέως, το Κύριε
εισάκουσον, και ευθύς τό, Θεός Κύριος κατά το σύνηθες, μεθ’ ό, τα παρόντα τροπάρια..
Ήχος
δ´. Ο υψωθείς εν τώ Σταυρώ.
Της Θεοτόκου τη
Σορώ νύν προσδράμωμεν, της πανεντίμου αυτής Ζώνης συν δάκρυσιν, από βαθέων
κράζοντες εκ μέσου ψυχής• Ζώνη πανακήρατε, της Μητρός του Κυρίου, λύτρωσαι τους
δούλους σου, πάσης νόσου και βλάβης, και λοιμικού θανάτου απειλής, εις σε γάρ
πάσαν ελπίδα ημών ανεθέμεθα.
Δόξα.
Το αυτό•
Και
νύν.Όμοιον.
Αρωματίζουσαν
πηγήν σε γινώσκομεν, και τη Σορώ σου προσπελάζοντες λέγομεν, εν μετανοία
κράζοντες εκ βάθους ψυχής, Δέσποινα απάλλαξον, δυσωδίας πταισμάτων, μύρον το
ακένωτον αναβλύζουσα πάσι, τοίς οχετοίς Αγνή της σής Σορού, εν ή η Ζώνη η σή
τεθησαύρισται.
Ο Ν´.
Είτα ο Κανών, ού η Ακροστιχίς•
Ζώνης
με σεπτής, δυνάμει σώσον Κόρη• Ιωσήφ.
Ωδή α´.
Ήχος
πλ. δ´. Αρματηλάτην Φαραώ εβύθισε.
Ζώνης μοι θείας
και σεπτής σου Πάναγνε, εφιεμένω υμνείν, τα θεία πελάγη, των θαυμάτων άνωθεν,
χάριν δώης τώ δούλω σου, και αχρειω ικέτη, πυρός υπέκαυμα πέλοντι, ταίς εξ
ιοβόλου κακώσεσιν.
Ως υπερτερα των
αγγέλων πέλουσα, Παρθενομήτορ Αγνή, και ουρανός θείος, μόνη εχρημάτισας του
ουρανούς ταννύσαντος, ούτω Ζώνην σου θείαν, κατέλιπες αδιάφθορον, και πηγήν
χαρίτων τοίς δούλοις σου.
Νειλώα ρείθρα εξ
αυτής αρδεύονται, οι προσιόντες πιστώς, νοσημάτων λύσιν, και πταισμάτων άφεσιν,
οι πιστοί εφαπτόμενοι, της Σορού της αγίας, εν ή σεπτώς αποτίθεται, Ζώνη των
πιστών καταφύγιον.
Η τον Δεσπότην
του παντός πανέντιμε, Ζώνη της μόνης Αγνής, εν κοιλία όντα, βρέφος περιστείλασα
και χάριν των ιάσεων, παρ’ αυτού δεξαμένη, νέμοις πλουσίαν τοίς δούλοις σου,
την των αιτημάτων εκπλήρωσιν.
Ωδή γ´.
Ουρανίας αψίδος.
Σωτηρίας λιμένα,
των ψυχικών Δέσποινα, και σωματικών αλγηδόνων σε επιγράφομεν, πάντες οι δούλοι
και τη Σορώ τη αγία, Ζώνης προσπελάζοντες, αγιαζόμεθα.
Μολυσμάτων
παντοίων, και λοιμικής θλίψεως, πάσης συμφοράς και κινδύνων, ρύσαι τους δούλους
σου, τους σοί προστρέχοντας, και αιτουμένους εν πίστει, την θερμήν αντίληψιν
Κόρη της Ζώνης σου.
Ελεήμων υπάρχεις,
και συμπαθής Αχραντε, ως τον ελεήμονα κόσμου, αποκυήσασα, δυνάμει Ζώνης σου,
χειμαζομένους σούς δούλους, ασθενείας λαίλαπι πικρώ απάλλαξον.
Συνεργόν τον
τεχθέντα, εκ σής γαστρός Αχραντε, τον τάς ασθενειας του κόσμου πάσας ιώμενον,
κατέχεις όλον εν σοί, νόσων δυνάμει σής Ζώνης, χαλεπών απάλλαξον σούς δούλους
Αχραντε.
Διάσωσον, από
κινδύνων τους δούλους σου Θεοτόκε, τη της παντίμου σου Ζώνης, δυνάμει και
χάριτι, εν αυτή γάρ καταφεύγομεν εν ανάγκαις.
Επίβλεψον, εν
ευμενεία Πανύμνητε Θεοτόκε, επί την εμήν χαλεπήν του σώματος κάκωσιν, και ίασαι
της ψυχής μου το άλγος.
Αίτησις,
και ευθύς το Κάθισμα.
Ήχος
β´. Πρεσβεία θερμή.
Την Ζώνην την
σήν, κεκτήμεθα ω Δέσποινα, φρουρόν αρωγόν, εν πάσαις περιστάσεσι, τη Σορώ αυτής
προστρέχοντες, αεί και πίστει κράζοντες, εκ των κινδύνων λύτρωσαι ημάς, δυνάμει
αυτής ισχύϊ και χάριτι.
Ωδή δ´.
Σύ μου ισχύς Κύριε.
Εφ’ ημίν νύν,
σκιά θανάτου εκύκλωσε, και του Άδου πύλας προσεγγίσαμεν, αλλά σύ Μήτηρ ως
αγαθή, χάριτι σής Ζώνης θαυμάστωσον τα ελέη σου, και σώσον τους εν πίστει,
αδιστάκτω βοώντας, τη δυνάμει σου δόξα Πανάχραντε.
Πόνοις δεινοίς,
και αμετρήτοις βαλλόμενοι, τη τιμία Ζώνη σου προσπίπτομεν, τη ακηράτω Μήτερ
Αγνή, μεθ’ ής διεζώσω, το πανακήρατον σώμά σου, διό την καταιγίδα, της δεινής
αρρωστίας, και τα άλγη εξίασον Δέσποινα.
Τις εξειπείν,
δύναται τα μεγαλείά σου, και σημεία, Ζώνη πανακήρατε, τοίς προσιούσί σοι
ευλαβώς, και εφαπτομένοις, παρέχεις, ως αδιάφθορος• όθεν παντοίας λύμης,
επηρείας τε πάσης, τη δυνάμει σου ρύσαι τους δούλους σου.
Η τον Θεόν ένδον
κοιλίας υπάρχοντα, Θεοτόκου άνθρωπον γενόμενον, και μή λιπόντα τους πατρικούς,
κόλπους σεπτή Ζώνη, Θεοπρεπώς περιστείλασα, την χάριν εκομίσω, εξ αυτού
ιαμάτων, ην άφθόνως βραβεύεις τοίς χρήζουσιν.
Ωδή ε´.
Ίνα τί με απώσω.
Συνπάγησαν βέλη
τα της ασθενείας μου άμετρα πταίσαντος, και εις βυθόν Άδου, τον πανάθλιον
συνωθούσί με, αλλ’ οικτείρησόν με, ελέους ούσα η Μήτηρ, τη δυνάμει της Ζώνης
σου Αχραντε.
Δέχου νύν των σών
δούλων, τάς δεήσεις Πάναγνε των προσφυγόντων σοι, και εξαιτουμένων, την
αντίληψιν της προστασίας σου, οίκτειρον ούν τούτους, ως συμπαθής και ελεήμων,
και εκ πάσης κακώσεως λύτρωσαι.
Υπό νύκτα του
βίου, θύελλα κατέλαβε πάσης στενώσεως, και εσκότασέ με, ασθενείας Παρθένε
σκοτόμαινα, αλλ’ ανάτειλόν μοι, αναψυχής άδυτον φέγγος, της σής Ζώνης δυνάμει
και χάριτι.
Νύν εφ’ ημίν
Κόρη, καταιγίδες φέρονται των περιστάσεων, ημάς συγκαλύψαι, τη δικαία οργή
κατεπείγονται• αλλά μή παρίδης, δεινώς ημάς χειμαζομένους, τη δυνάμει σής Ζώνης
ελπίζοντας.
Ωδή Ϛ´.
Ιλάσθητί μοι Σωτήρ.
Αμαρτιών νύν
ημάς, ζάλαι πικρώς καταιγίζουσι, και λοιμικής συμφοράς, χειμάζουσι κύματα, Ζώνη
πανακήρατε έκχεον σήν χάριν, εφ’ ημίν τοίς αμαρτάνουσι.
Μαρία Μήτερ Θεού,
το καθαρόν ενδιαίτημα, καθάρισον τους πιστούς, εκ νόσων και θλίψεων, και της
συνεχούσης νύν, ασθενείας ρύσαι, τη σή Ζώνη καταφεύγοντας.
Εις πέλαγος
αχανές, ασθενειών περικείμεθα, το πέλαγος δε του σού, αιτούμεθα Δέσποινα,
ελέους οι τάλανες, ίνα αναγάγης, εκ βυθού του της κακώσεως.
Ιλάσθητι αγαθή,
τοίς δούλοις σου κακώς πάσχουσιν, εκ νόσου οδυνηράς, και σφοδράς φλογώσεως,
κραταιά δυνάμει δέ, της σής Ζώνης δίδου, την υγείαν Μητροπάρθενε.
Διάσωσον, από
κινδύνων τους δούλους σου Θεοτόκε, τη της παντίμου σου Ζώνης, δυνάμει και
χάριτι, εν αυτή γάρ καταφεύγομεν εν ανάγκαις.
Αχραντε, η διά
λόγου τον Λόγον ανερμηνεύτως, επ’ εσχάτων των ημερών τεκούσα δυσώπησον, ως
έχουσα Μητρικήν παρρησίαν.
Αίτησις,
και ευθύς το Κάθισμα.
Ήχος
β´. Προστασία των Χριστιανών.
Προστασίαν εν
συμφοραίς σε κεκτήμεθα, και μεσίτιν προς τον σόν Υιόν προβαλλόμεθα, οι ταπεινοί
οικέται σου Μήτερ Θεού, και νύν πρόφθασον ως συμπαθής, εις την βοήθειαν ημών τη
της Ζώνης σου χάριτι• τάχυνον εις πρεσβείαν, και ρύσαι πάσης ανάγκης, ίνα
υμνώμεν αεί τα θεία μεγαλείά Σου.
Προκείμενον.
Μνησθήσομαι του
ονόματός σου εν πάση γενεά και γενεά.
Στίχ.Άκουσον Θύγατερ και ίδε και κλίνον το ούς
σου, και επιλάθου του λαού και επιθυμήσει ο Βασιλεύς του κάλλους σου.
Τό,
Πάσα πνοή.
Ευαγγέλιον•
Κατά Λουκάν.
Εν ταίς ημέραις εκείναις αναστάσα Μαριάμ, επορεύθη εις την ορεινήν μετά
σπουδής εις πόλιν Ιούδα, και εισήλθεν εις τον οίκον Ζαχαρίου και ησπάσατο την Ελισάβετ.
Και εγένετο ως ήκουσεν η Ελισάβετ τον ασπασμόν της Μαρίας, εσκίρτησε το βρέφος
εν τη κοιλία αυτής• και επλήσθη Πνεύματος Αγίου η Ελισάβετ και ανεφώνησε φωνή
μεγάλη και είπεν• ευλογημένη σύ εν γυναιξί και ευλογημένος ο καρπός της κοιλίας
σου. Και πόθεν μοι τούτο ίνα έλθη η Μήτηρ του Κυρίου μου προς με; Ιδού γάρ ως
εγένετο η φωνή του ασπασμού σου εις τα ώτά μου, εσκίρτησε το βρέφος εν
αγαλλιάσει εν τη κοιλία μου. Και μακαρία η πιστεύσασα ότι έσται τελείωσις τοίς
λελαλημένοις αυτή παρά Κυρίου. Και είπε Μαριάμ. Μεγαλύνει η ψυχή μου τον Κύριον
και ηγαλλίασε το πνεύμά μου επί τώ Θεώ τω Σωτήρι μου ότι επέβλεψεν επί την
ταπείνωσιν της δούλης αυτού• ιδού γάρ από του νύν μακαριούσί με πάσαι αι
γενεαί. Ότι εποίησέ μοι μεγαλεία ο δυνατός και άγιον το όνομα αυτού. Έμεινε δε
Μαριάμ συν αυτή ωσεί μήνας τρείς• και υπέστρεψεν εις τον οίκον αυτής.
Δόξα.
Ήχος β´.
Της σής Πανσέπτου
Ζώνης, Παντάνασσα δυνάμει, σώζε τους σούς οικέτας, από παντοίας βλάβης.
Και
νύν. Ο αυτός.
Χάριτι και
δυνάμει, της Ζώνης σου Παρθένε, εκ πάσης επηρείας απάλλαξον τους δούλους σου.
Στίχ. Ελέησόν με ο Θεός κατά το μέγα έλεός σου,
και κατά το πλήθος των οικτιρμών σου, εξάλειψον το ανόμημά μου.
Ήχος πλ. β´. Όλην
αποθέμενοι.
Ζώνη πανακήρατε,
της Παναγίας Παρθένου, σεπτή αδιάφθορε, και σειρά ουρανιε, των τιμώντων σε, η
τον Θεόν Λόγον, εν κοιλία όντα, ενειλήσασα σαρκούμενον, εξ ού την άφθονον,
χάριν εκομίσω παρέχουσα, τοίς πάντοθεν προστρέχουσι, και παραμυθίαν
λαμβάνουσιν, εκ της ακενώτου, πηγής σου των θαυμάτων δωρεάν, ήνπερ πηγάζεις
εκάστοτε, τοίς προσκαλουμένοις σε.
Τό.
Σώσον ο Θεός τον λαόν σου. Και τα λοιπά.
Ωδή ζ´.
Παίδες Εβραίων εν καμίνω.
Στήσον τον σάλον
των κυμάτων, και κατεύνασον την ζάλην των αμέτρων, συμφορών και δεινών, ημίν
επαναστάσεων, των πεποιθότων Δέσποινα, τη δυνάμει της σής Ζώνης.
Ώσπερ ποτέ
αιμορροούσα, αψαμένη πιστώς, κρασπέδων του Υιού σου, κατεξήρανε δεινήν, πληγής
ρύσιν αιμάτων, ούτω πιστώς οι ψαύοντες, Ζώνης σής παθών λυτρούνται.
Σώσον Αγνή
παντοίας λώβης, και κακώσεως και πάσης επηρείας, τον προστρέχοντα νύν λαόν σου
μετά πόθου, Σορώ της θείας Ζώνης σου, και την χάριν εξαιτούντα.
Όλην μου πάσαν
την ελπίδα, αναθέμενον προς σε την Θεοτόκον• μή παρίδης με νύν εις βάθη
απωλείας, περιπεσόντα Δέσποινα, αλλ’ ανάστησον και σώσον.
Νόσων παντοίων
ναί κινδύνων, ελευθέρωσον Μητρόθεε σούς δούλους, τους αιτούντας θερμώς, χάριν
σής θείας Ζώνης, και τάς αιτήσεις πλήρωσον, ίνα πόθω σε υμνώμεν.
Ωδή η´.
Επταπλασίως κάμινον.
Κόσμος καθάπερ
άγιος, η Σορός αναδέδεικται, Ζώνης της παντίμου, της Αγνής Θεόπαιδος, πηγή τε
ανέκλειπτος, των ιαμάτων πάσι πιστοίς, τοίς μετ’ ευλαβείας, εν αυτή προσιούσιν,
εξ ής άφθονα ρείθρα, προχέουσι ζακόρως τοίς πίστει προσκυνούσιν αυτήν εις τους
αιώνας.
Οδυνηρώς
στενάζομεν από κλίνης κακώσεων, και από παντοίας, νόσου πιεζόμενοι, προς σε την
πανάμωμον, τα της καρδίας όμματα, όλως επασχολούντες, θεραπείαν αιτούμεν,
δυνάμει της σής Ζώνης, ην εκ πόθου τιμώμεν, και καταλιπαρούμεν πιστώς εις τους
αιώνας.
Ράνον σεμνή την
χάριν σου, τοίς δεινώς ήδη πάσχουσι, και κακουχουμένοις υπό του αλάστορος,
δυνάμει της Ζώνης σου, της πανολβίου και χρυσαυγούς• και έγειρον εκ τάφου
απογνώσεως ψάλλειν• Οι παίδες ευλογείτε, ιερείς ανυμνείτε, λαός υπερυψούτε, εις
πάντας τους αιώνας.
Η κραταιά
βοήθεια, και ετοίμη αντίληψις, των απηλπισμένων, ελπίς ακατααίχυντε, επίσκεψαι
κάμνοντας, οδυνηρώς τους δούλους σου, κούφισον το βάρος, της δεινής ραθυμίας,
απέλασον την νόσον, της λοιμώδους ανάγκης, δυνάμει της σής Ζώνης, Παρθένε
Θεοτόκε.
Ωδή θ´.
Εξέστη επί τούτω ο ουρανός.
Ιδού των ιαμάτων
ο θησαυρός, και θαυμάτων το άπειρον πέλαγος, δεύτε πιστοί, πόθω εξαντλήσατε εξ
αυτής, της ακενώτου χάριτος, ρώσιν ευλογίαν αγιασμόν, εν ή πάς ο προσφεύγων, εκ
πίστεως ευρίσκει, των αιτηματων δόσιν άμισθον.
Ωραίως διεζώσω
παναληθώς, την το γένος ημών ωραΐσασαν μόνην Αγνήν, την υψηλοτέραν των ουρανών,
την τον Θεόν χωρήσασαν, όντα εν κοιλία σωματικώς, εξ ού την αφθονίαν, της
χάριτος εδέξω, των ιαμάτων Ζώνη άφθορε.
Σημείων και
τεράτων ωκεανόν, ανεδείξω την Ζώνην σου άφθορε, δι’ ής ημίν, τοίς διακειμένοις
οδυνηρώς, και θλιβομένοις πάντοθεν, εκ των αμετρήτων αμαρτιών, την ίασιν
παράσχοις, ψυχών τε και σωματων, όπως σωθέντες σε γεραίρωμεν.
Η Ζώνη σου η θεία
και φεραυγής, απαστράπτει βολάς Θεονύμφευτε, των υπέρ νούν, όντως και θαυμάτων
υπερφυών, τοίς προσιούσι πάντοτε, πόθω και καρδία ειλικρινεί, δι’ ής και νύν
τον σάλον, πράÒνον Θεοτόκε, της συνεχούσης ημάς θλίψεως.
Φιλίας με δολίας
του πονηρού, και παθών ψυχοφθόρων απάλλαξον, τον επί σοί, πάσαν την ελπίδα ως
κραταιά, Παρθένε ανατείνοντα, και προσπεφευγότα όλη ψυχή, και πόθω και καρδία,
την άμεσον αιτούντα, των επταισμένων ήν μοι δώρησαι.
Το
Αξιόν εστι, και τα εξής Μεγαλυνάρια.
Ζώνη πολυτίμητε
της Αγνής, πηγή των θαυμάτων, και χαρίτων ο θησαυρός, σώσον τους σούς δούλους,
από παντοίας βλάβης, ως της ζωής το σκεύος, σύ περιζώσασα.
Ζώνη πανακήρατε
της Αγνής, και Μητρός του Λόγου, του Θεού μου παναληθώς, ρύσαι πάσης λώβης και
ψυχοφθόρου πάθους, πάντας τους εν ανάγκαις εις σε προστρέχοντας.
Σκέπην και
κραταίωμα τοίς πιστοίς, φύλακα και ρύστην τοίς τιμώσι πανευλαβώς, και μετά
ζεούσης, καρδίας προσκυνούσι, την πάντιμόν σου Ζώνην, Παρθένε δέδωκας.
Θρόνος ώσπερ
άγιος η Σορός, ένδον εν αδύτοις, κατατίθεται ιεροίς, Ζώνην ένδον σχούσα, της
μόνης Θεοτόκου, εξ ής οι προσιόντες, ρώσιν αρύονται.
Λύσιν μοι
βραβεύσαι, των δυσχερών, και αρίστου κτήσιν, Πανακήρατε του Θεού, Ζώνη Μητρός
Λόγου, δέομαι τώ σώ δούλω, επικαλουμένω, την σήν αντίληψιν.
Δέσποινα και
Μήτηρ του Λυτοωτού, σας αχράντους χείρας αίς εβάστασας τον Θεόν, άρον προς Υιόν
σου, χάριτι και δυνάμει, της Ζώνης σου της θείας, του οικτιρήσαι ημάς.
Στέφανον
υπέρλαμπρον η σεπτή, πιστών Εκκλησίαα, περιέθετο ευαγώς, την θείαν σου Ζώνην,
Παντάνασσα Παρθένε, δι’ ής τροπούται πάντα, εχθρών φρυάγματα.
Πάσαι των Αγγέλων
αι στρατιαί, Πρόδρομε Κυρίου, Αποστόλων η Δωδεκάς, οι Άγιοι πάντες μετά της
Θεοτόκου, ποιήσατε πρεσβείαν εις το σωθήναι ημάς.
Είτα το
Τρισάγιον και τα τροπάρια• Ελέησον ημάς Κύριε, ελέησον ημάς, και τα λοιπά, κατά
το σύνηθες. Εκτενής και Απόλυσις.
Είθ’
ούτω, ψάλλομεν κατά τον ασπασμόν τα παρόντα τροπάρια.
Ήχος
β´. Ότε εκ του ξύλου σε νεκρόν.
Πάντας ημάς
οίκτειρον Αγνή, τους την σήν ακήρατον Ζώνην, προσπτυσσομένους πιστώς, και την
σήν αντίληψιν επιζητούντας θερμώς, και των νόσων την κάκωσιν, εκποδών ποιούσα,
σκέπε και περίσώζε εξ επηρείας εχθρών, ρύσαι και φθοράς και κινδύνων, και
επιτυχείν του Υιού σου Βασιλείας Κόρη καταξίωσον.
Δέσποινα πρόσδεξαι,
τάς δεήσεις των δούλων σου, και λύτρωσαι ημάς, από πάσης ανάγκης και θλίψεως.
Την πάσαν ελπίδα
μου εις σε ανατίθημι, Μήτερ του Θεού, φύλαξόν με υπό την σκέπην σου.
Και γίνεται τελεία Απόλυσις.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου