Ποιηθεῖς ὑπό Γερασίμου Μοναχοῦ Μικραγιαννανίτου
Εύλογή σαντος του 'Ιερέως, το Κύριε είσάκουσον, μεθ’ ο θεός Κύριος ως
συνήθως και τα εξής:
Ηχος δ'. Ό υψωθείς έν τω Σταυρω.
'Ως παραδόξως ή άγια Είκών σου, εκ Βυζαντίδος τη Μονη
Φιλοθέου, διά θαλάσσης πάλαι παραγέγονε, θάλασσαν χαρίτων σου, άεννάως
βλυστάνει, τοΐς πιστώς προστρέχουσι, τη αύτης άντιλήψει, καί έκβοώσι Κόρη έκ
ψυχής' Γλυκοφιλουσα, συ ει ημών έφορος.
Δόξα. "Ομοιον.
Γλυκέως Κόρη οια Μήτηρ φιλούσαν, καθάπερ βρέφος τον
παντέλειον Λόγον, τη ση Είκόνι έκθαμβοι όοώντές σε, πιστει έκβοώμέν σοι
Μητρικαις σου πρεσβείαις, τούτον ήμΐν ιλεων, ώς φιλάνθρωπον φύσει, τοϊς
άναξίοις τέκνοις σου 'Αγνή, Γλυκοφιλουσα, μή παύση παρέχουσα.
Καί νυν. "Ομοιον.
Ού σιωπά του Φιλοθέου ή Μάνδρα, άνακηρύττειν τά πολλά
μεγαλεία, τής θαυμαστής Είκόνος σου έκάστοτε' σώζεις εκ κινδύνων γάρ, έν ξηρά
καί θαλάσση, τούς πιστώς φωνοΰντάς σου, την σωτήριον κλήσιν. ’Αλλά μή παύση
Κόρη προνοεΐν, Γλυκοφιλουσα, καί σκέπειν την ποίμνην σου.
Ό Ν' καί ο Κανών ού ή άκροστιχίς* «Γλυκοφιλούσης την χάριν υδω. Γερασίμου».
’Ωδή α'. ’Ηχος πλ. Σ'. Ὑγράν διοδεύσας.
Γαλήνην παρέχουσα καί χαράν, καί άφθονον χάριν, Φιλοθέου
έν τή Μονή, κατήρεν 'Αγνή εκ τής Έώας, Γλυκοφιλοΰσα Είκών σου ή πάνσεπτος.
Λιμένι ώς ώρμισται θαυμαστώς, Μονής Φιλοθέου, ή Είκών σου
ή ιερά, λιμήν σωτηρίας άνεδείχθη, Γλυκοφιλοΰσα τοΐς ταύτη προστρέχουσι.
Υπέπλευσε Κόρη τή σή χειρί, θάλασσαν άκλύστως, ή Είκών
σου ύπερφυώς, καί ήκε πηγάζουσα έν Άθω, Γλυκοφιλουσα ζωής θείας νάματα.
Θεοτόκιον.
Κινδύνων λυτροΰσαι παντοδαπών, καί πάθη ίάσαι, τή σή
χάριτι χαλεπά, τοΐς πίστει στερρα άναφωνοΰσι, Γλυκοφιλουσα τό μέγα σου ονομα.
’Ωδή γ΄ Ούρανίας άψίδος.
Ov ώς βρέφος οίκεΐον, καταφιλεΐς Άχραντε, καί Γλυκοφιλούσης
τήν κλήσιν, προσφόρως εχουσα, αυτόν ικέτευε, συμπαθεστάτη ώς μήτηρ, δούναι ταΐς
ψυχαΐς ήμών, χάριν καί ελεος.
Φοβερά τοΐς όρώσιν, ή σή μορφή δείκνυται, φλέγουσα
δαιμόνων τά στίφη, καί πάσι νέμουσα, φως θειον Άχραντε οθεν τη ση προστασία
Φιλοθέου γάννυται, Μονή ή ενθεος.
Ιδε άνωθεν Κόρη, έν συμπαθεί βλέμματι, τούς δέει πολλώ
παρεστώτας, προ της Είκόνος σου, καί δός ώς εύσπλαγχνος, Γλυκοφιλουσα Παρθένε,
τούτοις τά σωτήρια, όντως δωρήματα.
Θεοτόκιον.
Λύσιν πάσης άνάγκης, καί άρωγήν κρείττονα, καί έν
συμφοραΐς σωτηρίαν, αεί κομίζεται, ή Φιλοθέου Μονή, Γλυκοφιλουσα σή σκέπη οθεν
χαριστήριον, αίνον προσάδει σοι.
Διάσωσον Γλυκοφιλουσα Παρθένε πάσης άνάγκης, την Φιλοθέου
Μονήν θερμώς θησαυρίζουσαν, τήν σήν Εικόνα ώς τείχος καί προστασίαν.
’Επίβλεψον έν εύμενεία πανύμνητε Θεοτόκε, επί τήν έμήν
χαλεπήν του σώματος κάκωσιν, καί ἴασαι τής ψυχής μου τό άλγος.
Αΐτησις καί το Κάθισμα.
’Ηχος β'. Πρεσβεία θερμή.
Πρεσβείαν τήν σήν, ώς μέγα καταφύγιον, καί σκέπηνστερράν,
καί έν παντί βοήθειαν, πλουτοΰντες έκβοώμέν σοι ’Από πάσης ημάς ρύου πάντοτε,
Γλυκοφιλουσα Παρθένε 'Αγνή, μανίας καί βλάβης του άλάστορος.
’Ωδή δ'. Εισακήκοα Κύριε.
0ρος Κόρη τού Άθωνος, τά σά μεγαλεία κηρύττει πάντοτε
βοηθός γάρ τούτου πέφηνας, ώ Γλυκοφιλουσα καί άντίληψις.
Υδωρ θειον άνέβλυσεν, ενθα ή Είκών σου τό πρώτον τέθειται
ώ άγίασον καί 'ίασαι, ώ Γλυκοφιλουσα τούς ύμνούντάς σε.
Σήν έξαίρετον εύνοιαν, Ίωαννικίω ώς πριν έδήλωσας, οΰτω
δείκνυε έκάστοτε, περί τήν Μονήν σου ταύτην Άχραντε,
Θεοτόκιον.
Η Είκών σου ή πάνσεπτος, χύδην άναβλύζουσα τά ιάματα, των
παθών ξηραίνει βόρβορον, ώ Γλυκοφιλουσα ’Αειπάρθενε.
Ώδή ε΄ Φώτισαν ημάς.
Στόμα μητρικόν, ω φιλεΐς Χρίστον ώς νήπιον, Κόρη άνοιξον
καί λάλησον αύτω, άγαθά υπέρ ήμών τών δοξαζόντοον σε.
Ταύτην τήν Μονήν, συν αυτή δέ παν τό ’Όρος σου,
οάνέδειξας άγιασμα σεπτόν, τή σή σκέπη Θεοτόκε σκέπε πάντοτε.
’Ηνεσε τά σά, μεγαλεία λαμπρώ στόματι, ό πεσών έκ του
τριστέγους καί σωθείς, Θεοτόκε παραδόξως τή σή χάριτι.
Θεοτόκιον.
Νους ουκ εξαρκει, εξειπειν τα σα θαυμάσια ως μονάζουσα
όφθεΐσα γάρ Άγνή, τον πεσόντα έκ βεβαίας συντριβής έσωσας.
Ώδή στ'. Τήν δέησιν έκχεώ.
Χαρίτων παντοδαπών πρυτανεΐον, άνεδείχθη ή άγια Είκών
σου, ένθα όράσαι φιλούσα ώς βρέφος, τον Ποιητήν τών αιώνων καί Κύριον διό άγάλλεται
έν σοί, Φιλοθέου Μονής ή συγκρότησις.
Ακλύστως διασωθέν έκ του σάλου, του συμβάντος τή θαλάσση
τό πλοΐον, Γλυκοφιλουσα τή σή έπικλήσει, καί οι έν τούτω σωθέντες άνύμνησαν, τό
μέγα σου ώς άληθώς, τής αυτών σωτηρίας θαυμάσιον.
'Ρημάτων έκ κατωδύνου καρδίας, έπακούσασα τού σοί
προσελθόντος, τούτω υιόν έχαρίσω Παρθένε, τής όμοζύγου τήν στείρωσιν λύσασα'
διό καρπούς πνευματικούς, καί ημάς έκβλαστάνειν άξίωσον.
Θεοτόκιον.
’Ιάσεις έπισκιάσει σου θεία, άναβλύζει ή άγια Είκών σου,
Γλυκοφιλουσα Μονής Φιλοθέου, περιφανές καί σεπτόν άγαλλίαμα, καί τών σωματωνκαί
ψυχών, θεραπεύει άεί τά συντρίμματα.
Διάσωσον Γλυκοφιλουσα, Παρθένε πάσης άνάγκης, τήν
Φιλοθέου Μονήν θερμώς θησαυρίζουσαν, τήν σήν Εικόνα ώς τείχος καί προστασίαν.
Αχραντε η δια Λογου...
Αίτησις καί το Κοντάκιον.
Ήχος β. Προστασία τών Χριστιανών.
'Ως τον πάντων καταφιλοΰσα δεσπόζοντα, καί Γλυκοφιλουσα
κεκλημένη Πανάχραντε, μή έλλείπης ώς συμπαθής σκέπειν καί φρουρεΐν, τήν σήν
σεπτήν ταύτην Μονήν, καί τούς προσπίπτοντας πιστώς τή άγια Είκόνι σου, πάσης
έχθρών μανίας, καί λύπης καί άθυμίας, ώς προστασία άληθής, του σου κλήρου
Παναμώμητε.
Προκείμιενον.
Τό πρόσωπόν σου λιτανεύσουσιν οί πλούσιοι του λαοΰ.
Στιχ. Μνησθήσομαι του ονόματος σου...
Εύαγγέλιον κατά Λουκάν.
’Εν ταΐς ήμέραις έκείναις, άναστασα Μαριάμ, εις τήν
όρεινήν μετά σπουδής, εις πόλιν ’Ιούδα καί είσηλθεν εις τον οίκον Ζαχαρίου, καί
ήσπάσατο τήν ’Ελισάβετ. Καί έγένετο, ώς ήκουσεν ή ’Ελισάβετ τον άσπασμόν τής
Μαρίας, έσκίρτησε το βρέφος έν τή κοιλία αύτής καί έπλήσθη Πνεύματος άγιου ή
’Ελισάβετ, καί άνεφώνησε φωνή μεγάλη, καί ειπεν Ευλογημενη συ εν γυναιξικαί
εύλογημένος ο καρπός τής κοιλίας σου. Καί πόθεν μοι τούτο, ινα ελθη ή Μήτηρ του
Κυρίου μου πρός με; ’Ιδού γάρ, ώς έγένετο ή φωνή του ασπασμού σου εις τά ώτά
μου, έσκίρτησε τό βρέφος έν άγαλλιάσει έν τη κοιλία μου. Καί μακαρία ή
πιστεύσασα, οτι έσται τελείωσις τοΐς λελαλημένοις αυτή παρά Κυρίου. Καί είπε
Μαριάμ Μεγαλύνει ή ψυχή μου τον Κύριον, καί ήγαλλίασε τό πνεΰμά μου έπί τω Θεώ
τω Σωτήρί μου οτι έπέβλεψεν έπί τήν ταπείνωσιν τής δούλης αύτου ιδού γάρ, άπό
του νυν μακαριοΰσί με πάσαι αί γενεαί οτι έποίησέ μοι μεγαλεία ό δυνατός καί
άγιον τό ονομα αύτοΰ. ’Έμεινε δέ Μαριάμ σύν αύτή ώσεί μήνας τρεις, καί
ύπέστρεψεν εις τον οικον αυτής.
Δόξα. Ταῖς Γλυκοφιλούσης, λιταῖς Μητρός σου Σώτερ, έξάλειψον...
Καί νυν. Ταῖς τῆς Θεοτόκου...
Προσόμοιον.
’Ηχος πλ. β'. 'Όλην άποθέμενοι.
Στίχ. Έλέησόν με ό Θεός κατά τό μέγα ελεός σου...
Ὄλβον έπουράνιον, καί ίλαστήριον μέγα, εξ Έώας δέδεκται,
ή Μονή σου Δέσποινα τήν Εικόνα σου μυστικώς βλύζει γάρ, τής σής προστασίας,
καθ’ έκάστην τά δωρήματα, κινδύνων σώζουσα, χάριν δέ καί έλεος νέμουσα, τοΐς τό
σεπτόν σου ονομα, έπικαλουμένοις έκ πίστεως° οθενσοι βοώμεν Άγνή Γλυκοφιλουσα
Μαριάμ, τήν Μάνδραν ταύτην διάσωζε, καί άπαν τό ’Όρος σου.
Σώσον δ Θεός τον λαόν σου...
Ώδή ζ'. Οί έκ τής Ίουδαίας.
Νοσηματων παντοίων και ληστών εξ’εφόδου παλαι ως έσωσας,
Αγνή Γλυκοφιλούσα,τον σον πιστόν ικέτην, ούτω σώζε εκάστοτε, τους προσιόντας
πιστώς τη θεία σου Εικόνι.
'Υπέρ φύσιν Παρθένε, ενεργεί καθ’ έκάστην χάρις ή ένθεος,
Εικόνος σου τής θείας, Άγνή Γλυκοφιλουσα, καί εξαιρεί τών θλίψεων, καί χαλεπών
συμφορών, τούς σε παρακαλουντας.
Δοξασθεΐσα χορεύει, ή Μονή Φιλοθέου έν τή Είκόνι σου’ έκ
ταύτης γάρ καρποΰται, καλών τήν άφθονίαν, καί πηγήν πάσης χάριτος, καί σε
δοξάζει φαιδρώς, Άγνή Γλυκόφιλουσα.
Θεοτόκιον.
'Ως έν γη διασώζεις, καί έκ σάλου θαλάσσης Άγνή τούς
δούλους σου, μή παύση καί μελλόντων, κινδύνων τε καί πόνων, Θεοτόκε εξαιρούσα,
τούς σούς ίκέτας ήμας, Γλυκοφιλουσα Κόρη.
Ώδή η'. Τον βασιλέα.
Γλυκοφιλούσης, τή παναγία Είκόνι, νυν προσπέσωμεν. οί
πάσχοντες ποικίλως, ΐνα λυτρωθώμεν, δεινών τών συνεχόντων.
Εκ τής Έώας, θαλασσοπόρος ώς ήκεν, ήμιν Δέσποινα Είκών
σου ή άγία, θάλασσαν πηγάζει, χαρίτων ούρανίων.
Ρώσιν λαμβάνει, καί τήν κατ’ άμφω υγείαν, πας προστρέχων
σου Γλυκοφιλουσα Κόρη, τή σεπτή Είκόνι, κηρύττων σου τήν χάριν.
Θεοτόκιον.
Αγνή Παρθένε, τούς τή Μονή Φιλοθέου, ένασκήσαντας
παράλαβε 'Οσίους, καί σύν τούτοις Κόρη, υπέρ ήμών δυσώπει.
Ωδή θ΄. Κύριω Θεοτόκον
Σωτήριον λιμένα, κέκτηται ή ποίμνη, του Φιλοθέου τήν θείαν
Εικόνα σου, Γλυκοφιλουσα καί ταύτη σπεύδει έκάστοτε.
Ιδού τη ση Εικόνι, ως μητρί σοι Κόρη, τα σα ανάξια τέκνα
προσπίπτομεν, Γλυκοφιλούσα ζητούντες την προστασίαν σου.
Μονή ή Φιλοθέου, τέρπου καί άγάλλου, Γλυκοφιλούσης Εικόνα
κατέχουσα, της μητρικής σοι εύνοιας τά δώρα νέμουσαν.
'Οσίων τών έν ταύτη, Μονή ήσκηκότων, Γλυκοφιλουσα
προσδέχου τήν δέησιν, υπέρ ήμών τώ Υίώ σου ταύτην προσάγουσα.
Θεοτόκιον.
'Υμνειν άδιαλείπτως, όφείλομεν Κόρη, τών πρός ήμάς σου
χαρίτων τό μέγεθος, άλλ’ άποροΰντες σιγή σοι άεί προσπίπτομεν.
Το Άξιον έστι καί
τά μεγαλυνάρια.
Τής Γλυκοφιλούσης τήν ίεράν, καί σεπτήν Εικόνα, οια γέρας
περιφανές, ή του Φιλοθέου, Μονή πλουτοΰσα αδει, χαριστηρίους υμνους τή
Θεομήτορι.
Ηκε διαπλεύσασα θαυμαστώς, έκ του Βυζαντίου, ή Είκών σου
ή ευκλεής, έν τώ ’Όρει Άθω, καί δέδοται
Παρθένε, Μονή τού Φιλοθέου, τή άντιλήψει σου.
Χάρις τής Εικόνος σου ή σεπτή, ώ Γλυκοφιλουσα, διαλάμπει
πάση τή γή, καί τούς έν κινδύνους, καί θλίψεσι προφθάνει, καί σώζει τούς
φωνουντας τήν θείαν κλήσίν σου.
Χαίροις ή του Άθω σκέπηστερρά, καί τής Φιλοθέου, Μονής
φύλαξ καί βοηθός' ταύτη γάρ βραβεύεις, άεί Γλυκοφιλουσα, τής θείας άρωγής σου,
πλούτον τον άφθονον.
'Ως άνεχειρίσω τή σή χειρί, τό πυρ τό παμφάγον, έν τώ
δάσει τής σής Μονής, ούτο^ σκέπε ταύτην, Άγνή Γλυκοφιλούσα, έκ πάσης έπηρείας,
τού πολεμήτορος.
Εχει Φιλοθέου ή σή Μονή, ώ Γλυκοφιλουσα, τήν Εικόνα σου
τήν σεπτήν, πύργον άσφαλείας, καί σκεπήν σωτηρίας• διό και καταφεύγει, ταύτη
έκάστοτε.
’Εν ανάγκη πάση καί συμφορά, θλίψει και οδύνη,
καταφεύγομεν εύλαβώς, ώ Γλυκοφιλουσα, τή σή σεπτή Είκόνι, καί θάττον έπηρείας,
πάσης λυτρούμεθα.
Δέχου τών τεκνίων σου τάς φωνάς, ώ Γλυκοφιλουσα, οια
μήττρ πάντων πιστών, καί πταισμάτων λύσιν, καί άρετών τήν κτήσιν, καί σωτηρίαν
αΐτει, ήμΐν αιώνιον.
Φιλόθεον πάντες τον τής Μονής, δομήτορα θειον, Θεοδόσιον
Συμεών, συν Διονυσίω, Κοσμά Δαμιανώ τε, συνάμα Δομετίω ΰμνοις τιμήσωμεν.
Πάσαι τών Αγγέλων αί Στρατιαί, Πρόδρομε Κυρίου, Αποστόλων
ή δωδεκάς, οί άγιοι Πάντες μετά τής Θεοτόκου, ποιήσατε πρεσβείαν, εις το
σωθήναι ήμάς.
Τό τρισάγιον, τά συνήθη τροπάρια,
έκτενής καί άπολυσις, μεθ’ ήν το ἐξής:
Ήχος Γ Ότε έκ του ξύλου.
Πάντας τούς προσπίπτοντας πιστώς, τή χαριτοβρύτω Εικόνι,
τής έμφερείας σου, Δέσποινα Πανύμνητε, Γλυκοφιλουσα Άγνή, πάσης θλίψεως
λύτρωσαι, τή σή άντιλήψει, ΐασιν καί άφεσιν, πάσι παρέχουσα συ γάρ οια Μήτηρ
'υψίστου, πάντων έκπληροΐς τάς αιτήσεις οθεν σου τήν δό ξαν μεγαλύνο μεν.
Δέσποινα πρόσδεξαι...
Τήν πάσαν έλπίδα μου...
Δίστιχον
Γλυκοφιλουσα τήν Γερασίμου δέξαι Λέησιν ταύτην, ώ
σωτηρίαν δίδου.
Δι'ευχων....
Αμην…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου