ΕΣΠΕΡΙΝΟΣ
Εις το Κύριε εκέκραξα, ιστώμεν στίχους στ`. πρώτα τα γ` του προφήτου Αβακούμ, και έπειτα της Αγίας.
Ήχος α`. Πανεύφημοι Μάρτυρες.
Μύρα προσεκόμησας Χριστώ, παρθενίαν άσπιλον, και τους ιδρώτας των πόνων σου, θείως βιώσασα, πάνσεμνε Μυρόπη, είτα και το αίμα σου, και όλην σε αυτήν ολοκάρπωμα, και θύμα άμωμον, όθεν δόξης σε ηξίωσε, συν δικαίων, και Μαρτύρων τάγμασιν.
Εν σοι διεσώθη ακριβώς, Μυρόπη πανεύφημε, το κατ` εικόνα αλώβητον, ενθέοις πράξεσι, και θεομιμήτως, εις το καθ` ομοίωσιν, ανήλθες αρετών επιδείξεσιν, είτα και αίμασι, μαρτυρίου κατεφοίνιξας, την στολήν σου, και Χριστώ προσήνεξαι.
Τους άθλους ιδούσα του κλεινού, Ισιδώρου έσπευσας, τούτους Μυρόπη μιμήσασθαι, όθεν το λείψανον, τούτου αφελούσα, έτυχες του πόθου σου, αθλήσασα λαμπρώς καλλιπάρθενε, και ερυθρά στολή των αιμάτων σου ανέδραμες, οία νύμφη Χριστώ τω νυμφίω σου.
Δόξα. Ήχος β`.
Εις οσμήν των μύρων σου δραμούσα Χριστέ, Μυρόπη η πανθαύμαστος, τα δυσώδη πάθη της σαρκός, εγκρατεία νήψει και προσευχή απενέκρωσε, δάκρυσι τε εμπόνοις την ψυχήν εκκαθάρασα, εις το στάδιον ήλασε της αθλήσεως, και τοις οικείοις αίμασι φοινιχθείσα, νύμφη ωραία παρθενία και μαρτυρίω κεκοσμημένη, συν των ακηράτω και αθανάτω Νυμφίω προσήνεκται` και παρά της σης ζωαρχίκης διττώ στέφει καταστεφθείσα, δεξιάς, αιτείται μετά παρρησίας υπέρ ημών, το μέγα σου έλεος.
Και νυν. Θεοτοκίον.
Φως ιλαρόν.
Το προκείμενον της ημέρας.
Αναγνώσματα, του Αγ. Ισιδώρου
Λιτή. Ήχος α`.
Ασκήσει το σώμα Μυρόπη κατατήξασα, και την ψυχήν αρετών τη ισχύϊ νευρώσασα, απτοήτως υπεισέλθες του μαρτυρίου το στάδιον, και ανδρικώς αγωνισαμένη, τυράννων καθείλες την οφρύν, τη ευτολμία των λόγων σου, και τον Χριστόν Θεόν είναι του σύμπαντος ανακηρύξασα, θάνατον αθανασίας πρόξενον είληφας υπέρ Αυτού, ω μη ελλείπης πρεσβεύουσα, υπέρ των ψυχών ημών.
Δόξα. Ήχος πλ. Α`.
Αμέμπτως βιώσασα, και αθλητικώς τελειωθείσα, Μυρόπη πανεύφημε, επάξιον εδέξω παρά Θεού της αφθαρσίας τον στέφανον` και νυν μετά των Μαρτύρων, τω θείω θρόνω παρισταμένη, και των απ` αιώνος εκλεκτών, θεουμένη τε κατά μέθεξιν, και της εκείθεν απαυγάζουσης δόξης τε και λαμπρότητος πληρουμένη, μέμνησο και ημών, των εν πίστει και πόθω τελούντων, την αεισέβαστον μνήμην σου.
Και νυν. Θεοτοκίον. Μακαρίζομεν Σε…
Εις τον στίχον, ήχος β`. Ότε εκ του ξύλου.
Μύρον δεχομένη ευλαβώς, πάσι τοις πιστοίς εχορήγεις αφθόνως πάνσεμνε, εκ του θείου μνήματος, τη Ερμιόνης ποτέ, και εκ τούτου της κλήσεως, έτυχες Μυρόπη, αλλά και το αίμα σου μύρου αλάβαστρον, όντως τω Κυρίω προσήξας, διά του σεπτού μαρτυρίου, Μάρτυς Αθληφόρε τω Νυμφίω σου.
Στ. Υπομένων υπέμεινα τον Κύριον και πρόσεσχες μοι και εισήκουσε της φωνής της δεήσεως μου.
Όλην απεκάθηρας σ` αυτήν, πράξεσιν ενθέοις και έργοις, παντός σαρκός μολυσμού, και πνεύματος πάνσεπτε, αεί σχολάζουσαι, θεωρίαις ταις κρείττοσι, και απαγομένη, όλην σου την έφεσιν εις ουρανόν από γης, όθεν και ζωής της προσκαίρου, ουκ εφείσω όλος Μυρόπη, αλλά θάνατον προέκρινας εκούσιον.
Στ. και έστησεν επί πέτραν τους πόδας μου και κατηύθυνε τα διαβήματα μου.
Σώμα Ισιδώρου το σεπτόν, έλαθες Μυρόπη λαβούσα, τους τούτου φύλακας, και πόθω μυρίσασα, τούτο εκήδευσας, τοις ζητούσι δε οίκοθεν, εδήλωσας αύθις, όθεν ως υπεύθυνος τω ιταμώ δικαστή, ήχθης και εξήλεγξας τούτου, λόγων ευτολμία θεόφρον, την ταλαιπωρίαν και ασέβειαν.
Δόξα. Ήχος γ`.
Γενναίω φρονήματι, και απτοήτω καρδία, παραστάσα τω τυράννω, τοιαύτα απεκρίθης διαπράξασθαι, καταφρονούσα και καταπτύουσα, την εκείνου ταλαιπωρίαν και αθεότητα, δι ο και τύπτεσθαι αφειδώς ροπάλοις κελεύσαντος, και ανά πάσαν την πόλιν, από των πλοκάμων της κεφαλής περιάγεσθαι, έφερες αγαλλομένη στερρόψυχε, την εν ουρανοίς αποσκοπούσα μακαριότητα, ης και τυχούσα, και απολαύουσα ήδη, μέμνησο και ημών, των εκ πόθου τους άθλους υμνούντων σου.
Και νυν. Θεοτοκίον.
Νυν απολύεις.
Τρισάγιον.
Απολυτίκιον. Ήχος α`. Της ερήμου πολίτης.
Καλλιμάρτυς Μυρόπη, και Χριστού Νύμφη άφθορε, νυν Αυτώ παρεστώσα ως ωραία και πάγκαλος, ως λίθους φαιδρούς και διαυγείς, τα στίγματα φέρουσα σαρκός, και αιμάτων την πορφύραν ως βασιλίς περικειμένη ένδοξε, δυσώπει αυτόν υπέρ ημών, των εκ πόθου ευφημούντων σου, ύμνοις επινικίοις και ωδαίς την θείαν άθλησιν.
* * * * * *
ΟΡΘΡΟΣ
ΟΡΘΡΟΣ
Μετά την α` στιχολογία. Ήχος γ`. Την ωραιότητα.
Την καλλιπάρθενον, Μυρόπη άσμασι, και καλλιμάρτυρα, ανευφημήσωμεν, την εκλεκτήν νύμφην Χριστού, του ακηράτου Νυμφίου` ήνπερ εισεδέξατο, εις παστάδα ουράνιον, και χορεία ήνωσε, των παρθένων κατέχουσα φαιδράς την της αγνείας λαμπάδα, εν τω νυμφώνι τω αφθάρτω.
Δόξα. Και νυν. Την ωραίοτητα…
Μετά την β` στιχολογία. Ήχος α`. Τον τάφον σου Σωτήρ.
Νεάνις εκλεκτή, αδιάφθορος Κόρη, παρθένος αληθής, και αμώμητος νύμφη, Μυρόπη η πανεύφημος, αρετών τη λαμπρότητι, και αθλήσεως κεκοσμημένη ποικίλως, θείοις στίγμασι, τω Βασιλεί των απάντων, Χριστέ σοι προσήνεκται.
Δόξα. Και νυν. Θεοτοκίον.
Μαρία το σεπτόν…
Μετά τον πολυέλεον. Ήχος δ`. Ο υψωθείς. Τους ανυποίστους αικισμούς ους υπέστης, και κεφαλής τας αλγηδόνας Μυρόπη, ας γηθομένη έφερες αοίδιμε, εν τω περιάγεσθαι, ανά πάσαν την πόλιν, από των τριχών των σων, απηνώς συρομένη, και την ειρκτήν και θάνατον Χριστώ, εις ικεσίαν υπέρ ημών πρότεινε.
Δόξα. Και νυν. Θεοτοκίον.
Τη Θεοτόκω εκτενώς…
Οι αναβαθμοί. Το α` αντίφωνο του δ` ήχου.
Προκείμενο. Ήχος δ`.
Υπομένων υπέμεινα τον Κύριον…
Στ. και έστησεν επί πέτραν τους πόδας μου…
Πάσα πνοή.
Ευαγγέλιον εις γυναίκα μάρτυρα.
Ο ν ψαλμός.
Ο κανών της Αγίας. Ωδή α`. Ήχος α.` Ωδήν επινίκιον.
Δυσώδης και βέβηλος, εγώ υπάρχων, Μυρόπη φερώνυμε, την αγνήν και άμωμον, και ευωδίαν Χριστού, σε ευφημήσαι εγχειρώ, αλλά μοι σύγγνωθι.
Ποθούντι ουν άσμασι, της σης Μυρόπης, υμνήσαι αθλήσεως, τους αγώνας χάριν μοι, εξ ύψωμα των ιερών, κατάπεμψον ταις σαις λιταίς θεοχαρίτωτε.
Τηρούσα αλώβητον, το κατ` εικόνα, Θεού και ομοίωσιν, εκ παιδός αοίδιμε, ηξίωσαι κοινωνός, των παθημάτων του Χριστού, γενέσθαι ένδοξε.
Θεοτοκίον.
Το φως η κυήσασα τον Λυτρωτήν μου, του σκότους με λύτρωσαι, και βασάνων Άχραντε, των αιωνίων εκεί, όπως σωζόμενος υμνώ τα μεγαλεία Σου.
Ωδή γ`. Στερεωθήτω η καρδία μου.
Τω θείω τάφω προσεδρεύουσα, τω της Ερμιόνης Μυρόπη σεπτή, το αναβλύζον εξ αυτού, θείον μύρον διένειμες, και εκ τούτου κλήσιν είληφας, την όντως φερώνυμον.
Του διωγμού κατακρατήσαντος, πάσαν την Ασίαν και δη και την σε, εναγκαμένην απηνώς, την περίπτυστον Έφεσον, την μητρός πατρίδα εύρηκας, την Χίον προσφύγιον.
Την προσευχή αεί σχολάζουσα, και τη εγκρατεία και νήψει σεμνή, τας ακαθέκτους των παθών, ορμάς πάσας ενέκρωσας, και Χριστού μύρον γεγένησαι, βίου καθαρότητι.
Τω θείω πόθω και τω έρωτι, τω του Αθλοφόρου Μυρόπη σεμνή, κατασχεθείσαν την ψυχήν Ισιδώρου απέβαλες, πάντα φόβον και το λείψανον, το τούτου αφήρπασας.
Θεοτοκίον.
Της στειρευούσης διανοίας μου, ακαρπίαν πάσαν απέλασον` και καρποφόρον αρεταίς, την ψυχήν μου ανάδειξον, Παναγία Θεοτόκε των πιστών η βοήθεια.
Κάθισμα. Ήχος δ`. Επεφάνης σήμερον.
Αικισμών ταις στίγμασι, πεποικιλμένη, και βαφαίς αιμάτων σου, πεφοινιγμένη νοερώς, Χριστού εν δόξη παρίστασαι, τω θείω θρόνω, Μυρόπη αοίδιμε.
Θεοτοκίον.
Χαίρε θρόνε πύρινε του Βασιλέως, και λυχνία πάγχρυσε, φωτός του θείου τας ψυχάς, και διανοίας λαμπρύνουσα, των ανυμνούντων Σε Κόρη πανύμνητε.
Ωδή δ`. Εν Πνεύματι προβλέπων.
Ως μέγα σου το έργον, και λίαν θαυμαστόν, πως εις μέσον ήλασας λειψάνου των φρουρών, και αφελούσα Μυρόπη, ως ευψυχίας, ήρεμα πάνυ, και ουκ έγνωσαν το δράμα, οι τηρούντες τούτο στερρόψυχε.
Του πόθου σου τυχούσα, Μυρόπη θαυμαστή, και το θείον λείψανον κατέχουσα χερσίν, ύμνοις ηυλόγεις εδόξαζες εκ καρδίας, Θεού το δώρον τον Ισίδωρον και πίστει, περιπτυσομένη εμύριζες.
Κηδεύσασα εντίμως, το σώμα το σεπτόν, έχαιρες κατέχουσα ως θείον θησαυρόν, αλλά μαθούσα ζητείσθαι προ του τυράννου, τούτο συλήσαι, έφησας ταις ερευνώσι μηδέν πτοηθείσα το θάνατον.
Θεοτοκίον.
Παρθένε Παναγία αμόλυντε σκηνή, μολυνθέντα πταίσμασι καθάρισον με νυν, των οικτιρμών σου ρανίσι καθαρωτάταις, και δος μοι χείρα βοηθείας ίνα κράζω, δόξα σοι Αγνή θεοδόξαστε.
Ωδή ε`. Την σην ειρήνην δος ημίν.
Ανδρικώ φρονήματι γενναία ψυχή, έστης απτοήτως Μυρόπη πανθαύμαστε, προ της τυράννου σοβαρότητος, και καθομολόγεις το σώμα κεκλοφέναι.
Ω θαύμα πως ουκ έπτηξας το λίαν σοβαρόν, και το ιταμόν του τυράννου και άγριον, και την μανίαν και απήνειαν, θαυμαστή Μυρόπη, αλλ` ήλεγξας ευτόλμως.
Πως τούτο ετόλμησας ειπόντος του δεινού, έφης ανδριόφρον την σην καταπτύουσα, ταλαιπωρίαν και ασέβειαν, ω των σων Μυρόπη, λόγω της ευτολμίας;
Θεοτοκίον.
Δυσώπησον ον έτεκες Παρθένε υπέρ νουν, σώζεσθαι τους πίστει σοι κράζοντας, χαίρε Παρθένε Παναμώμητε, χαίρε ευλογημένη, του Κόσμου προστασία.
Ωδή στ`. Τον Προφήτην Ιωνάν.
Υπερβαίνει αληθώς, και υπέρκειται η ση, παρρησία η πολλή, την εκ λόγων τεχνικών, παράστασιν, και διατύπωσιν αξιάγαστε.
Τις ισχύσει εξειπείν, και δηλώσαι ικανώς, και εκφράσαι εναργώς, τον σον πόθον προς Χριστόν, πανεύφημε, δι ον θανάτου κατευμεγέθησας.
Το απτόητον της σης, αξιάγαστε ψυχής, και των λόγων η πολλή, ευτολμίαν τον δεινόν, εξέμυναν, τύραννον Μάρτυς ον εμυκτήρισας.
Θεοτοκίον.
Ευδοκία του Πατρός, εσαρκώθη ο Υιός, διά Πνεύματος Θεού, εν τη μήτρα σου Αγνή, και έσωσε την πριν εικόνα, Θεοκυήτωρ σαφώς.
Κοντάκιον. Ήχος γ`. Η Παρθένος σήμερον.
Φερωνύμως άφθονα, ω Αθληφόρε Μυρόπη, μύρα βρύεις χάριτας, τας των θαυμάτων και νέμεις, άπασι τοις δεομένοις και εκζητούσι, πίστει τε και ευλαβεία προσερχομένοις, τη σορώ σου τη πανσέπτω, ήτις κατέχει Μάρτυς την κόνιν την σην.
Ο οίκος.
Ως νυμφευθείσα τω Χριστώ διά βίου καθαρότητι, και αθλήσεως λαμπρότητα, καλλιπάρθενε Μυρόπη αξιάγαστε, θαυμάτων χάριτας βρύεις φερωνύμως ως μύρα, και νέμεις πάσι τοις πίστει και πόθω, τη παντίμω σορώ σου προσιούσι` ανεκφοίτητος γαρ εν αυτή μένει η του Αγίου Πνεύματος χάρις, ως εν εαυτή κατεχούση, την ιεράν κόνιν την σην.
Τω αυτώ μηνί β`, της Αγίας ενδόξου Παρθενομάρτυρος Μυρόπης, της εν Χίω αθλησάσης.
Στ. Θεού Μυρόπη Παμβασιλέως πόθω,
Ώκησε ειρκτήν, ως Βαιλέως δόμον.
Αύτη η Αγία πααρθενομάρτυς Μυρόπη, εγεννήθη εις την πόλιν Έφεσον` επειδή δε απέθανεν ο πατήρ της, και την άφησεν ανήλικον, ανετράφη από μόνην την μητέρα της, και βαπτισθείσα όταν ήλθεν εις ηλικίαν [κατά την τότε συνήθειαν] εσύχναζε και επαράμενεν εις το μνήμα της Αγίας Ερμιόνης, η οποία ήτον μία από τας θυγατέρας του Αποστόλου Φιλίππου` και συνάγουσα το μύρον όπου ανέβλυζεν από το ιερόν μνήμα εκείνο, το είχεν έτοιμον, και το έδιδε εις τους χριστιανούς όπου το εζήτουν πλουσιοπάροχα` όθεν και διά την διάδοσιν του μύρου, ονομάσθη Μυρόπη. Επειδή δε ο βασιλεύς Δέκιος εκίνησε διωγμόν κατά των Χριστιανών, και εθανάτωνεν ανηλεώς όσους δεν εθυσίαζον εις τα είδωλα, διά τούτο φοβηθείσα η μήτηρ της, την επήρεν από την Έφεσον, και την έφερεν εις την νήσον Χίον, από την οποίαν κατήγετο το γένος της, και γονικήν κληρονομίαν είχεν εις αυτήν.
Ευρίσκοντο λοιπόν αντάμα και οι δύο εν οσπήτιον, σχολάζουσαι εις την θείαν λατρείαν, και προσευχόμεναι να παύση ο κατά των χριστιανών διωγμός. Κατ` εκείνον δε τον καιρόν ήλθεν εις την Χίον και ο Μάρτυς του Χριστού Ισίδωρος, [χριστιανός ευλαβής και θαυμάσιος], με καράβια πολεμικά, και εις τα οποία ήτο ναύαρχος και εξουσιαστής ο Νουμέριος. Μαθών δε ο Νουμέριος ότι ήτο χριστιανός ο Ισίδωρος, εδοκίμασε με πάντα τρόπον να τον κάμη να αρνηθή τον Χριστόν, και να προσκυνήση τα είδωλα` και επειδή τέλος πάντων δεν εδυνήθη να τον καταπείση, ύστερα από πολλάς τιμωρίας των αποκεφάλισε, και έρριψε το άγιον του λείψανον εις εν λαγκάδι, διά να το φάγουν τα ορνεα` πλην διά να μην τύχη και το κλέψουν την νύχτα οι χριστιανοί, έβαλεν ανθρώπους εδικούς του, και το εφύλαττον. Αλλά η Αγία Μυρόπη θείω ζήλω και αγάπη τη προς τον Άγιον τρωθείσα, επήγε με ταις δουλεύτριαις της την νύκτα, με σκοπόν αν ημπορέση να το πάρη, και ευρούσα τους φύλακας κοιμωμένους, Θεού συνεργούντος, το επήρεν από το μέσον των και δεν την εκατάλαβαν` έπειτα αλείψασα αυτό με μύρα, το ενταφίασεν εντίμως εις τόπον επίσημον. Αλλά τι το ακόλουθον; Μαθών ο άρχων ότι εκλέφθη το λείψανον, έδεσε τους φύλακας με σίδηρα, και τους επρόσταξεν ούτως σιδηροδεσμίους να γυρίζουν και να ερευνούν να το εύρουν, και ανίσως και δεν το εύρουν εις τόσας ημέρας, έκαμε απόφασιν αν τους αποκεφαλίση. Τότε, βλέπουσα η Αγία τους στρατιώτας να ταλαιπωρούνται και να κακοπαθώσι και να γυρίζουν βεβαρυμένοι με τα σίδηρα διά να εύρουν το λείψανον, εσπλαγχνίσθη και επόνεσεν η καρδία της, και εσυλλογίζετο μοναχή της, εάν αυτοί θανατω θουν όταν δεν το εύρουν, εξ άπαντος εγώ θέλω αμαρτήσει, ως αιτίαν του θανάτου των, και αλλίμονον εις εμέ, ποίαν απολογίαν έχω να δώσω όταν μέλλω να κριθώ. Αυτά συλλογισθείσα, και πάντα φόβον απορριψάσα, ευγήκεν έμπροσθεν εις τους στρατιώτας, και λέγει αυτοίς, ω φίλοι, το λείψανον όπου ζητείτε εγώ το επήρα εις καιρόν όπου εκοιμάσθε. Ταύτα ακούσαντες εκείνοι, ευθυς την ήρπασαν και την έφεραν εις τον άρχοντα, λέγοντες του, αυθέντα, αύτη η γύνη είναι όπου έκλεψε τον κακοθάνατον εκείνον γέροντα.. ο δε άρχων ηρώτησε την Αγίαν, λέγων, αληθινά είναι αυτά όπου λέγονται δι` εσέ; Εσύ είσαι όπου έκλεψας το λείψανον; Ναι, του απεκρίθη η Αγία, αληθινά είναι, εγώ το έκλεψα` και πάλιν ο τύραννος την ερωτά, και πως ετόλμησας επικατάρατον γύναιον να κάμης τοιαύτα πράγματα; Ετόλμησα, του απεκρίθη η Αγία, επιδή καταφρονώ και καταπτύω την εδικήν σουν ταλαιπωρίαν και αθεότητα. Ταύτα τα τολμηρά και άφοβα και καταφρονητικά λόγια ακούσας ο υπερήφανος εκείνος τύραννος, έξω φρενών έγινεν και ήναψεν από τον θυμόν, και παρευθύς προσέταξε να την δέρνουν με ραβδία χοντρά άσπλαγχνα και αλύπητα, έπειτα αφ` ου τόσο σκληρά και κακά την έδειραν, προσέταξεν ο θηριόγνωμος, να την σύρουν από τας πλεξούδας της κεφαλής, και να την τριγυρίζουν σε όλην την πόλιν, και άλλοι πάλιν να την δέρνουν εις όλον το σώμα, και τόσον την έδειραν, όπου έμεινε μισαποθαμένη` όθεν μη δυνάμενοι να την βασανίσουν περισσότερον, την έρριψαν εις την φυλακήν, και άνθρωποι διορίσθησαν να την φυλάττουν` αλλά περί το μεσονύκτιον εις καιρόν όπου η Αγία προσηύχετο, φως μέγα περιέλαμψε και εγέμισεν όλην την φυλακήν, και ομού με το φως εκείνο, χορός Αγίων Αγγέλων ήλθε, και εις το μέσον των ήτον ο μάρτυς Ισίδωρος, και οι μέν Άγγελοι έψαλλον τον Τρισάγιον Ύμνον, ο δε Άγιος Ισίδωρος, έστησε τους οφθαλμούς του εις την μάρτυρα Μυρόπην και λέγει της` ας είρηνη ειρήνη εις εσένα, μη φοβήσαι πλέον, διότι έφθασεν η δέησις σου προς τον Θεόν, και να τώρα παρευθύς έρχεσαι μαζί μας, δια να λάβης το στέφανον του Μαρτυρίου όπου σου έχει ητοιμασμένον ο στεφοδότης Χριστός` και ομού με τον λόγον τούτον, παρέδωκεν η μακαρία την ψυχήν της εις χείρας Θεού, και εγεμίσθη η φυλακή από άρρητον ευωδία, και οι φύλακες βλέποντες τα παράδοξα ταύτα ετρόμαξαν και εξέστησαν. Αυτήν τη θαυμαστήν θεωρίαν, είδε, και τα λόγια ήκουσε και την ευωδίαν οσφράνθη ο δεσμοφύλαξ, ήγουν εκείνος όπου εφύλαττε την Αγίαν εις την φυλακήν, και τα εδιηγήθη, και διά τούτο επίστευσε και εβαπτίσθη και εμαρτύρησεν υπέρ Χριστού, και έλαβε παρ` Αυτού του μαρτυρίου το στέφανον. Το δε Άγιον λείψανον της Παρθενομάρτυρος Μυρόπης, διά προστάγματος του Άρχοντος Νουμερίου, το έλαβον οι Χριστιανοίκαι το ενταφίασαν εντίμως κοντά εις τον ιερόν τάφον του Αγίου Ισιδώρου καθώς ακόμη και την σήμερον φαίνονται οι δύο μαρτυρικοί τάφοι του Αγίου Ισιδώρου και της Αγίας Μυρόπης` ων ταις αγίαις πρεσβείαις ο Θεός ελεήσαι και σώσον ημάς ως αγαθός και φιλάνθρωπος.
Ωδή ζ`. Η κάμινος Σωτήρ εδροσίζετο.
Κελεύσαντος ροπάλοις μαστίζεσθαι, του ιταμού τυράννου το σώμα σου, υπήνεγκας τους πικρούς, κα αλγεινούς πειρασμούς.
Το σώμα σου πληγαίς κατεξαίνετο, ροαίς δε των αιμάτων εχραίνετο, αλλά τω πόθω Χριστού, ήνεγκας τα πάντα στερρώς.
Βαφαίς ταις εξ αιμάτων εφοίνιξας, στολήν παρθενικήν παναοίδιμε, και ενυμφεύθης Χριστώ τω Βασιλεί του παντός.
Θεοτοκίον.
Νεφέλην σε γινώσκω Θεόνυμφε, τον ήλιον της δόξης κυήσασαν, φωταγωγούντα πάντα, τα νυκτώδη μου εγκλήματα.
Ωδή η`. Ον φρίττουσιν Άγγελοι.
Νουμέριον ήσχυνας, τον άμοιρον νοός, και όλως παράφρονα, και θήρα ιταμόν, τον κελεύσαντα σε, εις αισχύνην την σην, εκ των πλοκάμων έλκεσθαι εν τη Πόλει.
Αικίζοντες άπαν σου, το σώμα αφειδώς, και έλκοντες βίαν σε εκ των της κεφαλής, πλοκάμων παρθένε του θανάτου εγγύς, είασαν Μυρόπη εν τω δεσμωτηρίω.
Νυκτός ευχομένη σου, θερμώς εν τη ειρκτή, φως μέγα επέλαμψε, και Άγγελοι φαιδροί, επέστησαν άφνω, και ο σος, ποθητός, Ισίδωρος έφη ειρήνη σοι Μυρόπη.
Θεοτοκίον.
Ανάστησον κείμενον εις βάθη με κακόν, τους νυν πολεμούντας με πολέμησον εχθρούς` τρωθείσαν ατόποις ηδοναίς την ψυχήν, Αγνή μη παρίδης, αλλ` οίκτειρον και σώσον.
Ωδή θ`. Την φωτοφόρον νεφέλην.
Την λαμπροτάτην ψυχήν σου, η των Αγγέλων χορεία, συν Ισιδώρω τω κλεινώ, μετ` ειρήνης λαβόντες, ανήγαγεν εις ουρανούς, Χριστώ τω Νυμφίω σου ως άμωμος, ον συνέταξε ταύτην ταις Παρθένοις, εις παστάδα νοητήν.
Της αληθούς αφθορίας, την φανωτάτην λαμπάδα, κατέχουσα εν ταις χερσί, και διάδημα κάλλους, και αλουργίδα μυστικήν, χρωσθείσαν βαφαίς ταις των αιμάτων σου, Αθληφόρε λαμπρώς περικειμένη, βασιλεύεις συν Χριστώ.
Των αικισμών τας οδύνας, και ελκηθμούς, των πλοκάμων και σπαραγμούς της κεφαλής, και αιμάτων την χύσιν, και τα του σώματος παντός, πανίερα στίγματα προσάγαγε, τω Χριστώ, εις πρεσβείαν, υπέρ πάντων, των τιμώντων σε πιστώς.
Θεοτοκίον.
Φιλαμαρτύρων υπάρχων, εν αμελεία διάγω, και το κριτήριον Αγνή, το αδέκαστον τρέμω` εν ω με τήρησον ταις σαις, αγίαις δεήσεσι Θεόνυμφε, ακατάκριτον όπως ως προστάτην, μακαρίζω Σε Αγνή.
Εξαποστειλάριον. Ο ουρανός τοις άστροις.
Διήνυσας τον δρόμον, πάνυ ζεούση τη ψυχή, του Μαρτυρίου θεόφρον, και νυν οικείς του ουρανού, τους ακηράτους νυφώνας, Παρθενομάρτυς Μυρόπη.
Θεοτοκίον. Ο γλυκασμός των Αγγέλων…
Εις τους Αίνους. Ήχος δ`. Ως γενναίον εν Μάρτυσι.
Τω Χριστώ θείω έρωτι, τετρωμένη πανεύφημεχαίρουσα εισέδραμες εις το στάδιον του μαρτυρίου, και ήνεγκας, αικίαις και τραύματα, και κατέβαλες εχθρών, την οφρύν, και το φρύαγμα, τη ενστάσει σου, Αθληφόρε Μυρόπη, και το στέφος εκομίσω και τα γέρα, των σων αγώνων επάξια.
Το πανίερον λείψανον, Ισιδώρου πανθαύμαστε ανδρικώς αρπάσασα και κηδεύσασα, και ως προστάτην πλουτήσασα, αυτόν ακαταίσχυντον, τον λαμπρόν εν Αθληταίς, υπεισήλθες τα σκάμματα της αθλήσεως, καλλιμάρτυς Μυρόπη ος επέστη, εν ειρκτή σοι βηβλημένη, θείαν ειρήνην δωρούμενος.
Τους τελούντας την μνήμην σου, και τους άθλους γεραίροντας, σκέπε φρούρει φύλαττε, ταις πρεσβείαις σου, ταις ευπροσδέκτοις προς Κύριον, Μυρόπη πανεύφημε καλλιμάρτυς του Χριστού, Αθληφόρε αήττητε, και περίδοξε, εκ παντοίων δεινών τε και κινδύνων, και λοιμού, του φρικαλαίου, αεί την έφοδον κώλυε. [Δις].
Δόξα. Ήχος πλ. Δ`.
Μάγους αστή οδηγήσας, δορωφόρους σοι τω νοητώ της δικαιοσύνης ηλίω παρέστησε, Χριστέ ο Θεός, υπέρ ημών νηπιάσαντι, το φως δε του θείου νόμου την καλλιπάρθενον Μυρόπη ποδηγετήσαν, εν δεξιά καθημένω του Πατρός, αντί μεν χρυσού, την της παρθενίας λαμπρότητα, αντί δε λιβάνου, φερωνύμως τα μύρα των αρετών, και αντί σμύρνης, τον υπέρ σου εκούσιον θάνατον, δωροφορούσαν ανήγαγεν` ην ταις ευπροσδέκτοις πρεσβείαις, και ημάς αξίωσον τηρήσαι τας σωτηρίου σου εντολάς, και σώσον ως Αγαθός και Φιλάνθρωπος.
Και νυν. Θεοτοκίον.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου